Συνολικές προβολές σελίδας

22 Μαΐου 2013

Ματιές στο χθές & το σήμερα


Κότρωνας & νήσος Σκόπα
Το μεγαλύτερο παραθαλάσσιο χωριό της προσηλιακής Μάνης, κρυμμένο στο μυχό ενός ήρεμου όρμου, προφυλαγμένου από το βορρά.
Εκεί όπου μερικές χιλιάδες χρόνια πρίν ήκμαζε η αρχαία πόλη Τευθρώνη.
Μυτεροί βράχοι και πέτρες συνθέτουν ένα τοπίο ξερό και άνυδρο και τα πέτρινα Πυργόσπιτα της παραδοσιακής Μανιάτικης αρχιτεκτονικής επιβεβαιώνουν το σύγχρονο όνομα του.
 
Κότρωνας δεκαετία 1970,
φωτογραφία Γιάννης Βουρλίτης
 
 
 
Κότρωνας δεκαετία 2010

8 Μαΐου 2013

Nήσος Κρανάη

Το Νησάκι της Κρανάης
φωτογραφία  Π. ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΤΗ
 
 
Κρανάη, το Μαραθονήσι,
το κατάφυτο νησάκι στην άκρη του Γυθείου
που το 1898 ενώθηκε με την ξηρά με τεχνικό κρηπίδωμα. 

Εδώ όπου σύμφωνα με το μύθο και τον Ομηρο
πέρασαν την πρώτη ερωτική τους νύχτα
η Ωραία Ελένη, του Μενελάου, με τον Πάρι,
μετά το φευγιό τους από την Σπάρτη,
πριν από το ταξίδι στην Τροία.
Ή όπως γράφει ο σερ Πάτρικ «Πάντι», Μάικλ, Λη Φέρμορ
«εδώ όπου χιλιάδες χρόνια πριν,
εκείνος ο σπουδαίος κι εμπρηστικός
μήνας του μέλιτος, άρχισε ανάμεσα
στους ψίθυρους και τα μάραθα». 

Στην είσοδο της Κρανάης το παρεκκλήσι του Αγίου Πέτρου
και λίγο πιο μέσα, κτισμένος το 1829,
δεσπόζει με τη παρουσία του κρυμμένος στο πράσινο
ο παραδοσιακός πύργος, Τζαννετάκη Γρηγοράκη
του 3ου Μπέη, Τζανήμπεη ή Τζανέτμπεη, της Μάνης.
Ο πρώτος πύργος που εισάγει τον επισκέπτη της Λακωνίας
στο άγριο μα ονειρικό Μανιάτικο τοπίο.
Στην άκρη στο Νησάκι,
ο άσπρος οκταγωνικός φάρος
ύψους 23 m στέκει εκεί από το 1873,
μεταφέρει στις μέρες μας την αίσθηση άλλων εποχών.
Ψηλός, μαρμάρινος, τριγυρισμένος από συκιές,
προβάλλεται στο γαλάζιο πέλαγος.

 

23 Απριλίου 2013

Ο Φάρος της Κρανάης



postcard
άποψις του Φάρου
La ville et le phare
εκδότης Π. Καλονάρος

Στην άκρη της Κρανάης, στο Μαραθονήσι, στο Νησάκι  της Ωραίας Ελένης και του Πάρι ο άσπρος οκταγωνικός φάρος που μεταφέρει στις μέρες μας την αίσθηση άλλων, διαφορετικών, μακρυνών εποχών.

Λευκός,  ψηλός, μαρμάρινος, ξεπροβάλλει από τα βράχια & το πράσινο και προβάλλεται στο γαλάζιο Λακωνικό πέλαγος. Στέκει εκεί από το 1859 σύμφωνα με την επιτοίχια επιγραφή του.

Ορθογώνιο οικοδόμημα, στην ανατολική πλευρά του οποίου ενσωματώνεται ο οκταγωνικός πύργος. Για τη δόμηση του έχει χρησιμοποιηθεί λαξευμένη μαρμαρόπετρα από το Νύμφιο της Μάνης και μάλιστα  "εν ξηρώ" με τα δομικά στοιχεία να δένουν μεταξύ τους με κονιάματα και όχι με  μεταλλικούς συνδέσμου, σε ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας.

Το ισόγειο οικοδόμημα έχει συμμετρική διάταξη ανοιγμάτων και χρησίμευε ως βοηθητικός χώρος για τους φαροφύλακες. Ο ψηλός πύργος έχει πέντε εσωτερικά πατώματα, σε καθένα από τα οποία ανοίγουν ορθογώνιας διατομής παράθυρα, όπου ανεβαίνει κανείς με εσωτερική κυκλική σπειροειδή σκάλα σε 93 σφηνοειδείς μαρμάρινες βαθμίδες. Ο τελευταίος όροφος απολήγει σε εξώστη με φουρούσια στις ακμές του πύργου και σιδερένια κιγκλιδώματα. Ως κεφαλή, στην κορυφή του πύργου επικαθόταν διώροφος μεταλλικός κλωβός με το φωτοστάσιο.

Το ύψος του άσπρου οκταγωνικού του πύργου είναι 23 μέτρα και το εστιακό του ύψος είναι 78 μέτρα. Πρωτολειτούργησε με πετρέλαιο. Εξέπεμπε φως λευκό σταθερό (55') εναλλάσσον προς αναλαμπή (5") εξ υπαμοιβής, λευκή και σταθερά, γεωγραφικής ακτινοβολίας 15 ναυτικών μιλίων.

Κατά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο ο φάρος έμεινε σβηστός μέχρι το 1945 όταν το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης του Ελληνικού φαρικού δικτύου να τον επισκεύασει. Tον Απρίλιο του 1949, η Διεύθυνση Φάρων μετέτρεψε το φάρο από επιτηρούμενο σε ανεπιτήρητο (ασετυλίνης) με αυτόματο πυρσό αναλαμπών («οπτικόν» Chance 800 m/m, αγγλικής κατασκευής), με εστιακό ύψος 25 μέτρων και η εμβέλεια 9 ναυτικά μίλια. Πλέον βρίσκεται σε ηλεκτρική - ηλεκτρονική διαρκή λειτουργία.

Το 1989 δόθηκε η άδεια να διαμορφωθεί το Ναυτικό Μουσείο της Μάνης στο ισόγειο του φάρου και να δημιουργηθούν χώροι αναψυχής στον περιβάλλοντα χώρο και στο παρακείμενο κτίριο συνοδείας. Ο πύργος του φάρου προβλέφθηκε να παραμείνει στη χρήση του Γ.Ε.Ν..

φωτογραφία 2012
από Βασίλειο Πουλημενάκο


18 Απριλίου 2013

Ο Φάρος του Ταινάρου


Δεκαετία 1970
Φωτογραφία Γιάννη Βουρλίτη
 
 
 
Brazzo di Maina
Κάβο Ματαπά – Ακρωτήρι Ταίναρο
 
Ο Φάρος του Ταινάρου, ένας από τους τρείς της Μάνης, κτισμένος στο ασβεστολιθικό αιχμηρό άκρο που λογχίζει τη Μεσόγειο, στα άγρια βράχια, πάνω από τα βαθιά νερά. Στο σημείο που ενώνεται ο Λακωνικός με το Μεσσηνιακό κόλπο. Στο Νοτιότερο άκρο της Ελλάδος και ολόκληρης της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Ισχυρό φως, ασφαλής οδηγός, λαμπερή υπενθύμιση, μοναδικός πιστός σύντροφος νυχτερινής πορείας στο αχανές πέλαγος που ξεκινά στην Ευρώπη και τελειώνει στην Αφρική.


15 Απριλίου 2013

Σπήλαια Διρού



 

Τέλη δεκαετίας 1970
η φημισμένη σπηλαιολόγος Αννα Πετροχείλου
με στολή εξερεύνησης, γάντια, κράνος και φακό
εξερευνά με προσοχή και αποκαλύπτει τα μυστικά του Σπηλαίου Διρού

 
 
Στον κόλπο του Διρού της Μάνης, στη δυτική ακτή της Λακωνικής Χερσονήσου ένα δώρο της φύσης που καταφέρνει να αφήσει άφωνους τους προσκυνητές του.
Η Βλυχάδα  ή Γλυφάδα
Χερσαία και ενάλια τμήματα με πλούσιο λιθωματικό διάκοσμο, σταλακτίτες και σταλαγμίτες «λευκές κολώνες» που αναδύονται από τα νερά . Μια φυσική είσοδο μισό μέτρο πάνω από τη στάθμη της θάλασσας. Ένας υπόγειος ποταμός που χύνεται στη θάλασσα δεξιά της φυσικής εισόδου του. Θαλασσινό νερό στο εσωτερικό με μεταβαλλόμενη  τη στάθμη των υδάτων ανάλογα με τις εξωτερικές καιρικές συνθήκες. Οστά Ιπποποτάμων, Πανθήρων, Υαινών, Λιονταριών, Ελαφιών και λοιπών προϊστορικών ζώων καθώς και προϊστορική κεραμική εντοπίσθηκαν κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης του.
Η Αλεπότρυπα
Χρηστικά αγγεία, αποθηκευτικά πιθάρια, λίθινα και οστέινα εργαλεία, υφαντικά βάρη, κοσμήματα, όπως επίσης λιθόστρωτα δάπεδα, κυκλοτερείς εστίες, αποθηκευτικοί λάκκοι και πλούσιο ανθρωπολογικό υλικό αποδεικνύουν πως χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία, αποθήκη, εργαστήριο οικιακών δραστηριοτήτων και χώρος ταφής. Εσωτερικά διαρθρώνεται με στοές. Στα τελευταία  μέτρα υπάρχει λίμνη όλο διακοσμημένο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Τα ευρήματα πιστοποιούν τη χρήση του από τον άνθρωπο κατά τη νεότερη και τελική νεολιθική εποχή (5300-3200 π.Χ.).
Ισως τελικά οι πύλες του Άδη, να ήταν λίγο πρίν από το Ταίναρο και να οδηγούσαν με υπόγειους, υδάτινους φυσικούς δρόμους έως το νοτιότερο άκρο της Ελλάδος. Ισως η Αλεπότρυπα να ήταν η μυστηριώδης σπηλιά που είχαν εισέλθει ο Ορφέας, ο Ηρακλής και ο Θησέας για να μεταβούν στο σκοτεινό βασίλειο της Περσεφόνης.
 
 
 


12 Απριλίου 2013

"Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος"

 
   ο Νικηφόρος Βρεττάκος στον Ταΰγετο 1964
 
 
Ο ΤΑΫΓΕΤΟΣ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος
 
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος:
όπως η κόρφος της μητέρας μου.
Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
ως να μου δέσει την ψυχή όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθιές χαράδρες του
να σχηματίσει μες στη ζωή μου δώδεκα κορφές
να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
Δίψα βαθιά σαν ωκεανό,
ψηλότερη κι απ’ το φεγγάρι.
Δίψα που να την λυπηθεί ο Θεός!
Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια
στέφανα των γκρεμνών του
ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές ελάτια κι αγριοπερίστερα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
Κ’ ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
Ζητώντας να ‘βρει μέσα τους ένα σπινθήρα!
Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος όσο να γεννηθούνε
Τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!
 
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
 
 
 
 
 
 
 
 
 

10 Απριλίου 2013

το «Μάννα» της ΜΑΝΗΣ


ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΩΝ ΟΡΤΥΚΙΩΝ
(το «Μάννα» της ΜΑΝΗΣ)


Μάνη, το σημαντικότερο πέρασμα ορτυκιών στην Ελλάδα.
 
Η περιοχή της Μάνης, μέχρι και τη δεκαετία του 1980 κατά την οποία η ανάπτυξη του οδικού δικτύου και ο εξηλεκτρισμός των απομακρυσμένων οικισμών επέφεραν ανατροπές στο φυσικό τοπίο, αποτελούσε τον σπουδαιότερος κυνηγότοπο ορτυκιών.
Κατά την εν λόγω δεκαετία η παράλληλη μετακίνηση του ντόπιου πληθυσμού  προς τα αστικά κέντρα μείωσε τη γεωργική παραγωγή, αφήνοντας μεγάλες ακαλλιέργητες, άγριες και εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και συρρίκνωσε δραστικά το πλήθος των καταφυγίων και τους πόρους τροφής των αποδημητικών πτηνών.
Μέχρι τότε τα αρδίκια (ορτύκια) αποτελούσαν  βασική  πηγή διατροφής και το κυνήγι τους κύρια πηγή εισοδήματος των κατοίκων του ξεχασμένου τόπου της Μάνης.
Το Πόρτο Κάγιο, το Ταίναρο, η Οχιά, τα Κοκκινόγια και ο Μιανές (το έρημο ξεμόνι της Βάθειας), αποτελούσαν τις πιο φημισμένες περιοχές στις οποίες τα ορτύκια, διέκοπταν το ταξίδι τους για να ανακάμψουν και να ανακτήσουν δυνάμεις, πριν συνεχίσουν  για την Κρήτη και τον τελικό τους προορισμό, την Αφρικανική ήπειρο.
Χιλιάδες σμήνη από ορτύκια σκοτείνιαζαν τον ουρανό της Μάνης, στο ταξίδι  προς Αφρική αποτελώντας πολύτιμο λάφυρο για τους Μανιάτες. Τα έπιαναν την ώρα που κουρασμένα ξαπόσταιναν στους κάβους τα πάστωναν, για να βγάλουν το χειμώνα, ή τα μοσχοπουλούσαν στη Φραγκιά.
Ήταν τόσο μεγάλη η αξία των ορτυκιών για τους Μανιάτες, που όσοι δεν ήταν σε θέση να κυνηγήσουν με απόχη, επιστράτευαν μέχρι και τις γάτες τους. Φρόντιζαν ώστε η γάτα τους κατά το αρδυκολόη να έχει μικρά. Φυλάκιζαν τα γατάκια τη νύχτα και οι γάτες κουβαλούσαν μέχρι το πρωί τα αρδίκια, πολλές φορές περισσότερα από όσα έπιανε ο καλύτερος κυνηγός.
Το κυνήγι των ορτυκιών δεν απαιτούσε μόνο γερά μπράτσα αλλά και αξιοσύνη. Μια απόχη στα χέρια ανδρών, γυναικών ή και παιδιών ακόμα, ήταν αρκετή για να «πιάνουν πουλιά στον αέρα».
Η απόχη αποτελούσε μια ανέξοδη ιδιοκατασκευή. Ένα ξύλο ίσιο, μακρύ, στέρεο που στην άκρη του κατέληγε σε διχάλα ευλύγιστων κλώνων. Οι κλώνοι αυτοί κουλούρωναν και  πλέκονταν γερά σε στεφάνι. Στο γύρο του στεφανιού δενόταν στέρεα μια σακούλα από δίχτυ, μακρουλή σαν χωνί. Το σχήμα της ίδιο με αυτό της απόχης των ψαράδων (από εκεί και η ονομασία της).
Το μήκος της λίγο λιγότερο από τρία μέτρα με συνέπεια να είναι .αρκετά βαριά, ώστε να θέλει γερά μπράτσα και μεγάλη επιδεξιότητα  για το χειρισμό της.
Το να κουμαντάρεις μιαν απόχη μήκους άνω των δύο μέτρων, να πιάσεις το «αρδίκι» ζωντανό την ώρα που πετά στον αέρα, χωρίς να το «κουπώσεις» (αιχμαλωτίσεις καθισμένο) ή να το τραυματίσεις ήταν τιμητική διάκριση που αναγνωριζόταν στην τοπική κοινωνία.
Το κυνήγι των ορτυκιών στις πλαγιές του Ταϋγέτου (που στη Μάνη τον καλούν Σαγγιά) αποτελούσε ομαδική διαδικασία. Κατά τη διάρκεια του οι Μανιάτες χωριζόντουσαν σε συντροφιές, κατέστρωναν στρατηγικά σχέδια, για το πως θα πιάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα πουλιά και ο καθένας είχε τη θέση του και το ρόλο του.
Επτά έως δέκα άτομα όλων των ηλικιών, σχημάτιζαν μια «τραπέλα», σε μορφή οξείας γωνίας ή λαβίδας, έχοντας την κορυφή της προς το κάτω μέρος των πρανών εδαφών, έτσι ώστε να δύνεται η δυνατότητα στους «κωλήτες» (κυνηγούς με απόχη) να πιάσουν τα ορτύκια στον αέρα. Μερικά «φτεριτούνια» (σβέλτα μικρά παιδιά), έτρεχαν και φώναζαν σηκώνοντας τα αρδίκια στον αέρα, και οι «απόχηδες» στη συνέχεια χτένιζαν την πλαγιά και τα αιχμαλώτιζαν.
Η επιδεξιότητα του κυνηγού συνίστατο τόσο στο πιάσιμο του ορτυκιού στον αέρα, όσο και στον απεγκλωβισμό του από το δίχτυ. Το πτηνό το φυλάκιζαν ζωντανό στον κόρφο τους, σε ένα σάκο που είχαν σχηματίσει δένοντας κόμπο τις άκρες του πουκαμίσου τους. Μερικών η επιδεξιότητα ήταν θαυμαστή. Οι πιο άξιοι έπιαναν δύο ορτύκια χωρίς να κατεβάσουν την αποχή. Μόλις  εγκλώβιζαν το πρώτο, στην άκρη τής σακούλας. έπιαναν και το δεύτερο και στη συνέχεια, κατέβαζαν την απόχη, απεγκλώβιζαν ταυτόχρονα και τα δύο ορτύκια και τα τοποθετούν στον κόρφο τους.
Το σούρουπο στη ρούγα του χωριού γινόταν η μοιρασιά δίνοντας πάντα μερτικό στα ορφανά και τους πενθούντες που με βάση τους ντόπιους κώδικες δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στην «τραπέλα».
Το ατομικό κυνήγι με την απόχη γινόταν σε σπαρμένους τόπους, όπου ο αριθμός των ορτυκιών ήταν μικρός και οι κυνηγοί, νεαρά άτομα κυρίως παιδιά τα οποία μπορούσαν «να λέπουσι χάμου τ΄ αρδύκια και να τα κουπώνουσι», στις γωνίες των χωραφιών κάτω από τα ξερά χόρτα όπου κρύβονταν για να ξαποστάσουν τις απογευματινές ώρες, κατά τις οποίες λόγω των υψηλών θερμοκρασιών παρουσίαζαν αδυναμία και απροθυμία να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Τα ζωντανά ορτύκια, τα τοποθετούσαν αρχικά στις ορτυκοποδιές που χωρούσαν από 20 έως 25 ορτύκια η κάθε μια. Στη συνέχεια τα φυλάκιζαν σε ειδικά μεγάλα ξύλινα κλουβιά, σκεπασμένα με ύφασμα στην οροφή για να μην τραυματίζονται κατά τα τινάγματά τους και την προσπάθειά τους να πετάξουν. Μέσα σε αυτά ταξίδευαν για Πειραιά και Ευρώπη.
Το πλήθος των ζωντανών ορτυκιών που εξαγόντουσαν στη Γαλλία  υπερέβαινε τις εκατό χιλιάδες το χρόνο. Τα ελληνικά ατμόπλοια φόρτωναν στο Γερολιμένα κατευθυνόμενα προς Πειραιά και από εκεί στη Μασσαλία της Γαλλίας. Τα φραντσέζικα παπόρια στην Καλαμάτα φόρτωναν κατευθείαν για Μασσαλία.
Όσα ορτύκια σκότωναν, τα εμπορεύονταν, αφού τούς έκαναν ειδική επεξεργασία (πάστωμα) σε πιθάρια ή τα κρατούσαν για δικιά τους κατανάλωση.
Το κυνήγι με την απόχη σταμάτησε με την επικράτηση των όπλων, λίγο πριν ή λίγο μετά το 1970. Έμειναν μόνο λίγες φωτογραφίες και οι αφηγήσεις των ηλικιωμένων τελευταίων μόνιμων κατοίκων, να θυμίζουν τις δοξασμένες ημέρες του «αρδικολόη» (Σεπτέμβρη) αλλοτινών εποχών.